- πολυγλυκόλη
- η, Ν(χημ. τεχνολ.) μακρομοριακή ένωση που παράγεται κατά την επίδραση αιθυλενοξειδίου στην αιθυλενογλυκόλη παρουσία ενός βασικού καταλύτη και χρησιμοποιείται για την παρασκευή τασιενεργών υλικών, απορρυπαντικών, διαβρεκτικών μέσων, γαλακτωματοποιητών και μέσων διασποράς.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polyglycol < poly- (< πολυ-*) + glycol «γλυκόλη»].
Dictionary of Greek. 2013.